- αρμάθα
- και αρμαθιά, η [αρμάθι]σύνολο από ομοειδή ή όμοια πράγματα περασμένα στη σειρά από σπάγγο ή σύρμα («μια αρμάθα κλειδιά»«μια αρμαθιά σύκα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρμάθα — αρμάθα, η και αρμαθιά, η τσαπέλα, περιδέραιο: Του δωσε μια αρμαθιά σύκα. – Φορούσε μια αρμαθιά από φλουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… … Dictionary of Greek
πλεξίδα — πλεξίδα, η και πλεξούδα, η 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα ή τρόπος χτενίσματος: Κάνε τα μαλλιά σου πλεξούδα. 2. αρμάθα σε σχέδιο πλεξίδας: Κάναμε τα κρεμμύδια πλεξούδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)